- θάβω
- και θάπτω και θάφτω (AM θάπτω)1. τοποθετώ τον νεκρό μέσα στον τάφο, ενταφιάζω2. κηδεύω, τιμώ τον νεκρό με επικήδειες τελετέςνεοελλ.1. κρύβω οτιδήποτε μέσα στη γη, τό σκεπάζω με χώμα («έθαψαν τα κλοπιμαία»)2. κρύβω κάτι σε μέρος ασφαλές και δυσερεύνητο3. κακολογώ κάποιον έντονα και δόλια4. φρ. «άμα δεν μιλάς, σε θάβουν ζωντανό» — σε αδικούν και σε παραμερίζουν, αν δεν διεκδικείς τα δικαιώματα σουνεοελλ.-μσν.προξενώ μεγάλη βλάβη σε κάποιον με τις ενέργειες ή τα λόγια μουαρχ.αποτεφρώνω («πυρὶ θάπτειν»).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θάπτω].
Dictionary of Greek. 2013.